- συγκαταποντώ
- όω, Α [καταποντῶ]καταποντίζω μαζί στη θάλασσα («οἱ ἀπὸ Τροίας ἀνακομιζόμενοι... συγκατεποντώθησαν», Σέξτ. Εμπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκαταποντίζω — Α [καταποντίζω] συγκαταποντῶ* … Dictionary of Greek